Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

πάνω στη σχεδία της Μέδουσας

 

Τί να σας πω; Εγώ έτσι γεννήθηκα. Μέσα σ' ένα πλούσιο σπίτι χωρίς ποτέ να είμαι πλούσιος.
Τότε γεννήθηκα δούλος. Τώρα είμαι ελεύθερος πολιορκημένος. Η θάλασσα με πνίγει μόνο που τη βλέπω. Έτσι μ΄έπνιγε κι η στεριά και ιδίως η λαοθάλασσα των αριστοκρατών που πάντα ζητούσε κάτι περισσότερο απ' αυτό που είχε.
 Είχε τύχει να διαβάσω μέσα σ' εκείνο το παλάτι που ήμουν οικότροφος για μια Νέα Γη. Διάβαζα και στη μάνα μου κλεφτά, που δεν ήξερε ανάγνωση. Μετά τους ακούσαμε να λένε για τις γαλλικές αποικίες. Άλλωστε κι η οικογένειά μου από εκεί είχε έρθει. Το όνειρό μου είναι να πάω κάπου που όλα θ' αρχίζουν. Να μπορώ να κόψω απ' την πίτα, όπως κάποτε έκοψαν αυτοί που σήμερα είναι δυνατοί και κάθονται πάνω στα πλούτη και στις ζωές των νέγρων, όπως μας λένε. Είναι φοβερό πώς αλλάζουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη.
 Στο πλοίο της Μέδουσας ήμουν υποταγμένος λόγω χρώματος. Έπαιζα το ρόλο που μου έδωσαν στο παιχνίδι που είχε στηθεί αιώνες. Όταν πέσαμε στον ύφαλο, το ταμπλώ του παιχνιδιού ταρακουνήθηκε. Οι κανόνες υπέταξαν το χρώμα του δέρματός μας. Οι λευκοί μπήκαν στις λέμβους γιατί οι κανόνες λένε πως άμα είσαι άσπρος έχεις περισσότερο δικαίωμα στη ζωή.
 Εγώ που είχα λιγότερο, αλλά και οι άλλοι βυθιζόμασταν πάνω στη Μέδουσα που θα μας έπαιρνε μαζί της. 
 Κάποιος άρχισε να ξηλώνει ξύλα απ' το κατάστρωμα. Πέφταμε στο νερό και φτιάχναμε τη σχεδία. Με σκοινιά έδεσα κι εγώ δυο- τρία ξύλα. Κάποια στιγμή φτιάχτηκε κάτι που επιπλέει. Όση ώρα γίνονταν αυτά η ανάσα μου είχε κοπεί κι ό,τι κι αν έκανα στην άλλη άκρη είχα το θάνατο. Όλοι ήθελαν να σώσουν τις ψυχές τους κι όλοι μισούσαν τις ψυχές των άλλων. Η σχεδία δε βάσταγε πολλούς. Κάποιοι σκοτώθηκαν παλεύοντας. Όσοι είχαν μυς  να παλέψουν ήταν τυχεροί. Όσοι ήξεραν να σηκώνουν μόνο το ποτήρι της σαμπάνιας βρίσκονται με τ΄ακριβά τους ρούχα στον πάτο της θάλασσας.
 Νέοι κανόνες μπήκαν πάνω στη σχεδία. Όσοι μείναμε πάνω μέχρι το τέλος δε γυρίσαμε να κοοιτάξουμε πίσω την καταστροφή. Όσοι έμειναν απορροφημένοι απ' τον εαυτό τους τους έξόρισε η σχεδία.


---------






Ναυαγήσαμε στον ουρανό.
Κράταγα τ' όνειρό στο στήθος μου κρεμασμένο ώσπου έπεσαν τα δάκρυά μου και το ξέπλυναν, του άλλαξαν το χρώμα. Έσβησε για λίγο και μετά έκαιγε πιο πολύ από ποτέ. Τα χέρια μου ρίζωναν μέσα του. Όλα μου τα μέλη. Τόσο βαθιά που είχαν βρει μια γη ποτισμένη απ' τ' όνειρο, πως μια μέρα το μόνο νερό που θα 'ναι γύρω μας, θα 'ναι τα δάκρυά μας.

Πτωχό και αδύναμο το σώμα μου. Βαστάει δυο κουρέλια πάνω του. Εκτεθειμένος στο στοιχειό της φύσης και μόνος μου με τα στοιχειά του μυαλού μου. Σε μια σχεδία παλεύουμε όλοι με την πίστη μας σ' εκείνο τ' όνειρο, το αρχικό. Δεν ξέρω οι άλλοι πώς την παλεύουν. Εγώ γράφω κάθε μέρα γι' αυτά με τα νύχια μου τα μακριά, με τα μαλλιά μου τ' αλμυρά, πάνω στο σώμα μου. Το αλάτι είναι ο καμβάς μου. Φοβάμαι την κόλαση των άλλων. Κάποιοι λύγισαν σαν άλμπουρο απ' τον αέρα και ξάπλωσαν με λατρεία στα χέρια του θανάτου στην άκρη της σχεδίας.
Κοιτάω το όνειρο ακόμα και σου γράφω με αλάτι που πετάει στον αέρα.




[εμπνευσμένο
-από τον πίνακα του Theodore Gericault, Le radeau de la Meduse, 1819
 και
από το "Καράβι στον ουρανό", Χαιρετισμοί του Μίκη Θεοδωράκη, 1982]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου